- περισχίζω
- Α1. σχίζω ολόγυρα, ξεσκίζω2. σπάζω και ανοίγω, διαρρηγνύω3. τεμαχίζω, κάνω κομμάτια4. απομακρύνω τον νου, διασπώ την προσοχή5. απογυμνώνω κάποιον από όλα τα ρούχα6. αποσπώ τραβώντας ή σχίζοντας7. μέσ. περισχίζομαια) (για ποταμό) χωρίζομαι στα δύο γύρω από ένα μέρος και ρέω στις πλευρές τουβ) (για πλήθος ανθρώπων) διαχωρίζομαι και βαδίζω προς διάφορες κατευθύνσειςγ) (για φως και ήχο) διαχωρίζομαι και κατευθύνομαι προς όλες τις διευθύνσεις, διαχέομαι, σκεδάζομαιδ) (για ρούχο) καταξεσκίζομαι8. παθ. διασχίζομαι, χωρίζομαι στη μέση.
Dictionary of Greek. 2013.